- πολύκροτος
- -η, -ο / πολύκροτος, -ον, ΝΜΑ, και θηλ. τ. πολυκρότη, Ανεοελλ.1. αυτός που εμφανίζει πολυκροτισμό2. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ θόρυβο, που έχει συζητηθεί πολύ, περιβόητος, διαβόητος (α. «πολύκροτη δίκη» β. «πολύκροτο σκάνδαλο»)3. το ουδ. ως ουσ. το πολύκροτοπαλαιότερη λόγια ονομασία τού περιστρόφου και τού πιστολιούμσν.-αρχ.αυτός που προξενεί δυνατό κρότο, που ηχεί δυνατάαρχ.1. πολύτροπος, δόλιος, κατεργάρης2. (για πλοίο) με πολλά κουπιά, με πολλές σειρές κουπιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κρότος (πρβλ. λιγύ-κροτος)].
Dictionary of Greek. 2013.